-
1 αἵμων
A eager,Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης Il. 5.49
; expl. by Gramm. as = δαίμων, for δαήμων, skilful, cf. EM251.13. -
2 θήρα
A hunting of wild beasts, the chase,βάν ῥ' ἴμεν ἐς θήρην Od.19.429
;αἵμονα θήρης Il.5.49
;ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην Hdt.1.37
, 4.114, cf. Ar.Fr.2 D.; ζῶσι ἀπὸ θ. Hdt.4.22, cf. Arist.Pol. 1256a35;ἐποίησε μεγάλην θήραν X.Cyr.1.4.14
;θ. ποιεῖσθαι Arist.HA 541a20
;τὰς θ. τῶν ὀρτύγων ἐποιοῦντο D.S.1.60
; τοῦ πτηνοῦ γένους θ., = ὀρνιθευτική, Pl.Sph. 220b; ἡ περὶ θάλατταν θ. fishing, Id.Lg. 823d; κυνηγεσία καὶ ἡ ἄλλη θ. ib. 763b: pl., πέρδικες εἰς τὰς θ. ἀγόμεναι, of decoy birds, Arist.GA 751a14, cf. Phld.Ir.p.42 W., Ant.Lib.41.2.b in Ptolemaic Egypt,στρατηγὸς ἐπὶ τὴν θ. τῶν ἐλεφάντων OGI82
, 86 (iii B.C.), cf. Str.16.4.5,7, Wilcken Chr.385.14 (iii B.C.), PPetr.3p.292 (iii B.C.), etc.2 metaph., eager pursuit of anything, θήραν.. ἔχομεν τόξων, = θηρῶμεν τὰ τόξα, S.Ph. 840;δυσμενῶν θήραν ἔχειν Id.Aj. 564
;θ. ἀνθρώπων Pl.Sph. 222b
, 222c; ; , etc.II prey, game,αἶψα δ' ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην Od.9.158
, cf. A.Ch. 251, E.Ba. 1144; πρὶν κινεῖσθαι τὴν θ. X. Cyr.2.4.25; θήραν καλήν, of a prisoner, S.Ph. 609: in pl., ὦ πταναὶ θῆραι, of birds, ib. 1146 (lyr.); τὴν θ. ἐπὶ τοῦ μέσου τηροῦσα watching its prey, of a spider, Arist.HA 623a13.IV in Roman times, the games of the Circus, Epigr.Gr.351.3 ([place name] Nicaea). -
3 αἵμων
αἵμων, - ονοςGrammatical information: adj.Meaning: only Ε 49 Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης, meaning uncertain (`skilful'?)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etym. The proposal by Fay IF 26, 27ff. (to Lat. aemulor as `raptor, rapax') was rejected by Kretschmer Glotta 3, 335. The word is found in Thessalian names, Ίππαίμων, Αἵμονος; Bechtel Dial. 1, 203.Page in Frisk: 1,40Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἵμων
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αίμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά των Θηβών Κρέοντα, που βασίλευσε μετά τον Οιδίποδα. Ήταν ο τελευταίος Θηβαίος που κατασπαράχθηκε από τη Σφίγγα, γιατί δεν μπόρεσε να λύσει το αίνιγμά της. Ο Σοφοκλής, στην τραγωδία του Αντιγόνη, αναφέρει ότι ο … Dictionary of Greek